ψευδαίσθηση

ψευδαίσθηση
Η καταγραφή στη συνείδηση μιας αντίληψης ως πραγματικής, χωρίς να υπάρχει ερέθισμα ικανό να την προκαλέσει. Πρέπει να διακρίνεται από την παραίσθηση, στην οποία έχουμε διαστρέβλωση μιας πραγματικής αντίληψης. Oι ψ. μπορεί να είναι οπτικές, ακουστικές, οσφρητικές, γευστικές ή σύνθετες. Παρουσιάζονται σε μερικές ψυχοπάθειες· χαρακτηριστικές είναι εκείνες του τρομώδους παραληρήματος (ο ασθενής βλέπει ζώα, τρομακτικές εικόνες). Ψ. μπορεί να προκληθούν πειραματικά σε φυσιολογικά άτομα διά της χορήγησης ψευδαισθησιογόνων ουσιών (L.S.D., μεσκαλίνη, χασίς).
* * *
και τ. ψευδαισθησία, η, Ν
(ιατρ.-ψυχολ.) αντίληψη χωρίς αντικείμενο, δηλαδή χωρίς κατάλληλο αισθητηριακό ερέθισμα, με χαρακτήρα πραγματικότητας για το άτομο που τήν σχηματίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + αίσθηση + κατάλ. -ία. Η λ., στον λόγιο τ. ψευδαίσθησις, μαρτυρείται από το 1888 στον Σιμ. Αποστολίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • ενδοσκοπικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την ενδοσκόπια 2. φρ. «ενδοσκοπική ψευδαίσθηση» ψευδαίσθηση κατά την οποία αυτός που πάσχει νομίζει ότι βλέπει το εσωτερικό τού σώματός του …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • οθόνη — Λευκή επιφάνεια από ύφασμα, καουτσούκ ή από κάποιο πλαστικό υλικό, που χρησιμεύει για την προβολή επάνω της φωτογραφικών ή κινηματογραφικών εικόνων. Οι διαφανείς ο. από αποστιλβωμένο γυαλί ή από πλαστικό υλικό, χρησιμοποιούνται όταν η συσκευή… …   Dictionary of Greek

  • ψευδαισθητικός — ή, ό, Ν 1. ο σχετικός με την ψευδαίσθηση («ψευδαισθητικά φαινόμενα») 2. φρ. «χρόνια ψευδαισθητική ψύχωση» ιατρ. μορφή χρόνιας παραληρηματικής ψύχωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδαίσθηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Καιροί] …   Dictionary of Greek

  • Demotizismus — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die …   Deutsch Wikipedia

  • Demotizist — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die …   Deutsch Wikipedia

  • Dimotiki — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818… …   Deutsch Wikipedia

  • Φάτα Μοργκάνα — η, Ν 1. νεράιδα τών θρύλων και τών μυθιστοριών τού κύκλου τού Αρθούρου 2. (ως προσηγορ.) αντικατοπτρισμός, αυταπάτη, ψευδαίσθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταφορά στην Ελλ. ξεν. λ., πρβλ. ιταλ. Fata Μorgana] …   Dictionary of Greek

  • ακουσιχρωμία — η αίσθηση χρώματος (οπτική ψευδαίσθηση), που προκαλείται κατά την ακρόαση ενός ήχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ακουσι (< ἄκουσις < ἀκούω) + χρωμία (< χρωμος < χρώμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”